- αυτοκυρίαρχος
- ος , ον1) выдержанный, владеющий собой; 2) суверенный, независимый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξουσιαστικός — ή, ό (AM ἐξουσιαστικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εξουσία («εξουσιαστική, δεσποτική συμπεριφορά», «εξουσιαστικός λόγος») μσν. νεοελλ. 1. εκείνος που έχει ισχύ, ο έγκυρος 2. αυτός που βρίσκεται στην εξουσία ή ανήκει στην κυριότητα… … Dictionary of Greek